- γιατρός
- οεπιστήμονας που ασκεί την ιατρική: Οι γονείς του επέμεναν να σπουδάσει γιατρός, αλλά αυτός δεν τους έκανε το χατίρι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γιατρός — Εκείνος που ασκεί την ιατρική ως επάγγελμα. Στην Ελλάδα, το δικαίωμα άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος έχουν όσοι συμπληρώνουν με επιτυχία τον εξαετή κύκλο των σχετικών πανεπιστημιακών σπουδών στις ιατρικές σχολές της χώρας μας ή στις σχολές… … Dictionary of Greek
Κλάδος, Μαρίνος — Γιατρός και αγωνιστής του 1821. Αρχικά έζησε στη Χίο και αργότερα εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη. Αμέσως μετά την έναρξη της Επανάστασης επέστρεψε στην Ελλάδα όπου διακρίθηκε σε διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις. Μετά την απελευθέρωση μετέβη και πάλι στη … Dictionary of Greek
Οριβάσιος — Γιατρός από την Πέργαμο. Βλ. λ. Ορειβάσιος ή Οριβάσιος … Dictionary of Greek
Πωλιουδάκης, Ιωάννης — Γιατρός, αγωνιστής του 1821. Στις 15 Απριλίου εξελέγη μέλος της Καγκελαρίας των Σφακίων. Οργανωτής και διευθυντής (1821 24) του νοσοκομείου, το οποίο ίδρυσε η Καγκελαρία στη Χώρα των Σφακιών για την περίθαλψη των προσφύγων … Dictionary of Greek
Σαράτσης, Δημήτριος — Γιατρός με πλούσια κοινωνική και πολιτική δραστηριότητα (1871 1951). Το 1908 ίδρυσε το Εργατικό Κέντρο Βόλου. Το 1911, με εισήγηση του, ιδρύθηκε το Ανώτερο Παρθεναγωγείο Βόλου, που λειτούργησε με διευθυντή τον Αλ. Δελμούζο. Το 1914 κατηγορήθηκε… … Dictionary of Greek
Σπεράντσας, Στέλιος — Γιατρός και λογοτέχνης (1888 1962). Καταγόταν από τη Σμύρνη, στην Ευαγγελική σχολή της οποίας τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Στη συνέχεια σπούδασε ιατρική και οδοντιατρική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και στο διάστημα 1933 1935 διατέλεσε… … Dictionary of Greek
Συμεωνίδης, Αλέξανδρος — Γιατρός, γιος του Κωνσταντίνου Συμεωνίδη (1909 1974). Γεννήθηκε στην Κομοτηνή, και σπούδασε ιατρική στην Αθήνα. Αφού τελείωσε τις σπουδές του, πήγε για μεταπτυχιακές στη Γερμανία, όπου έμεινε από το 1933 ως το 1938. Ο Σ. εργάστηκε στα… … Dictionary of Greek
Ύπατρος, Δημήτριος — Γιατρός, μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Συγκαταλεγόταν ανάμεσα στους πιο δραστήριους και τολμηρούς Φιλικούς. Το 1820 στάλθηκε στην Αίγυπτο με σκοπό να μυήσει το Μωχάμετ Άλι. Τον συνάντησε στα τέλη του ίδιου χρόνου στην Iσμαηλία και, στη συνέχεια,… … Dictionary of Greek
Χιονιάδης, Γρηγόριος — Γιατρός και αστρονόμος του τέλους του 13ου και των αρχών του 14ου αι., που έζησε στην αυτοκρατορική αυλή της Τραπεζούντας. Στη Βιβλιοθήκη της Βιέννης σώζονται ανέκδοτες επιστολές του προς τον αυτοκράτορα Αλέξιο και τον πρωτονοτάριο Κ. Λυκίτη … Dictionary of Greek
κλινικός — ή, ό (Α κλινικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην κλίνη 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι κλινικοί χριστιανοί τών πρώτων μ. Χ. αιώνων οι οποίοι έπαιρναν το βάπτισμα με ραντισμό στην επιθανάτια κλίνη λόγω τής αντιλήψεως ότι ήταν… … Dictionary of Greek